- κηραφίς
- κηραφίς, ίδος, ἡ, Meerkrabbe
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κηραφίς — κηραφίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος ακρίδας 2. (κατά τον Ησύχ.) «κάραβος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως να πρόκειται για το καραδίς (< κάραβος) με επίδραση τών ονομασιών ζώων σε φος (πρβλ. έλαφος, έριφος) και ιων. η αντί α ] … Dictionary of Greek
κηραφίς — locust fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηραφίδες — κηραφίς locust fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηραφίδος — κηραφίς locust fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σήρες — οι / Σῆραι, ΝΑ (στην αρχαιότητα) λαός που κατοικούσε στην ανατολική Ασία, συγγενής τών Σκυθών και τών Ινδών, που ασχολούνταν, κυρίως, με την παραγωγή μεταξιού, το εμπόριο τού οποίου άνθησε κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek